névrosé - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

névrosé - translation to Αγγλικά


névrosé      
neurotic, of or related to neurosis; affected by neurosis; of the nerves or nerve disease (Pathology); nervous, anxious (Informal)
névrosé      
n. neurotic person, emotionally unstable person, person with a mental or emotional disorder

Βικιπαίδεια

Névrose
Une névrose est un trouble psychique dans lequel le sujet est conscient de sa souffrance psychique et s'en plaintJean-Louis Pédinielli et Pascale Bertagne, Les névroses, Nathan, 2002. ..
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για névrosé
1. Il est Jean–Christian Ranu, comptable névrosé de la Cogip.
2. Ce caract';re fonci';rement cynique désigne Jonathan Shields comme un névrosé égocentrique qui se croit le centre du monde.
3. Lambert, garde–chasse fid';le du baron de L‘Aubépine, voit ses rep';res vaciller quand un fils névrosé revient au château ŕ la mort du maître.
4. La figure de son SS, névrosé, pervers, fin et cultivé, lisant Blanchot, est «trop», tout sauf banale, peu crédible, lui reprochent certains historiens.
5. Sur Internet et dans les médias, le président français est décrit comme névrosé, borderline, dépressif... mais pour le psychologue belge Pascal de Sutter, professeur ŕ l‘Université de Louvain–la–Neuve, tous ces diagnostics sont faux.